svenska

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

svenska (sv)

  1. τα σουηδικά
    Talar du svenska? - Μιλάς σουηδικά;
  2. η Σουηδή, η Σουηδέζα
    Hon är svenska. - (Αυτή) είναι Σουηδέζα.