studio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
studio studios

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

studio (en)

  1. το στούντιο, ένα δωμάτιο όπου ηχογραφούνται και μεταδίδονται ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά προγράμματα· ή όπου ηχογραφείται μουσική
    a photo/television studio - φωτογραφικό/τηλεοπτικό στούντιο
  2. το στούντιο, ένα μέρος όπου γυρίζονται φιλμ
    a film studio - κινηματογραφικό στούντιο
  3. το στούντιο, το ατελιέ, εργαστήριο καλλιτέχνη
    the studio of a painter/sculptor/photographer - το ατελιέ ενός ζωγράφου/ενός γλύπτη/ενός φωτογράφου
  4. το στούντιο, η γκαρσονιέρα, ένα μικρό διαμέρισμα με ένα κυρίως δωμάτιο για καθιστικό και ύπνο και συνήθως κουζίνα και μπάνιο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
studio studios

studio (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
studio < λατινική studium

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

studio (it)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

studio (pl) ουδέτερο

  1. στούντιο με τις έννοιες:
    • χώρος για κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση
    • ατελιέ