pulse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pulse | pulses |
pulse (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pulse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pulses |
αόριστος | pulsed |
παθητική μετοχή | pulsed |
ενεργητική μετοχή | pulsing |
pulse (en)