practicality

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
practicality practicalities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
practicality < practical + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

practicality (en)

  1. πρακτικότητα
  2. το να έχει κανείς πρακτικό πνεύμα, πρακτική σκέψη

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]