overthrow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
overthrow < over- + throw

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
overthrow overthrows

overthrow (en)

  1. η ανατροπή κυβέρνησης-θεωρίας κτλ.
  2. στέλνω μπάλα ή οτιδήποτε πιο μακριά απ' όσο πρέπει
ενεστώτας overthrow
γ΄ ενικό ενεστώτα overthrows
αόριστος overthrew
παθητική μετοχή overthrown
ενεργητική μετοχή overthrowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

overthrow (en)