occultation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
occultation occultations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

occultation (fr) θηλυκό