multitasker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
multitasker < multitask + -er

Επίθετο

[επεξεργασία]

multitasker (en)

  1. αυτός που εκτελεί πολλές εργασίες ταυτόχρονα[1]
  2. (πληροφορική) ηλεκτρονικός υπολογιστής που λειτουργεί με πολυδιεργασία (multitasking)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πολυδιεργασία. Προσπέλαση 2020-05-03