forcibly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | forcibly |
συγκριτικός | more forcibly |
υπερθετικός | most forcibly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]forcibly (en)
- βίαια, βιαίως, διά της βίας
- ↪ The Turkish forcibly recruited their Christian subjects.
- Οι Τούρκοι στρατολογούσαν βίαια τους χριστιανούς υπηκόους τους.
- ↪ The Turkish forcibly recruited their Christian subjects.