dziekan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dziekan (pl) αρσενικό
- ο κοσμήτορας
- τιμητικός ή διοικητικός τίτλος σε διάφορα σώματα (εκκλησία, βουλή κλπ)
dziekan (pl) αρσενικό