agato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agato | agatoj |
αιτιατική | agaton | agatojn |
agato (eo)
- ο αχάτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agato | agatoj |
αιτιατική | agaton | agatojn |
agato (eo)