occultation

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 17:23, 24 Φεβρουαρίου 2024 από τον Llevantine (συζήτηση | συνεισφορές) (→‎Ουσιαστικό)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
occultation occultations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

occultation (fr) θηλυκό