dziekan

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 23:23, 5 Μαΐου 2017 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (διαγραφή των interwikis)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dziekan (pl) αρσενικό

  1. ο κοσμήτορας
  2. τιμητικός ή διοικητικός τίτλος σε διάφορα σώματα (εκκλησία, βουλή κλπ)

Συγγενικά

[επεξεργασία]