bathing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bathing | bathings |
bathing (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]bathing (en)
ενικός | πληθυντικός |
bathing | bathings |
bathing (en)
bathing (en)