ενεστώτας see out
γ΄ ενικό ενεστώτα sees out
αόριστος saw out
παθητική μετοχή seen out
ενεργητική μετοχή seeing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
see out < → δείτε τις λέξεις see και out

see out (en)

  • βγάζω (έξω), πηγαίνω με έναν επισκέπτη στην πόρτα όταν φεύγει
    My secretary will see you out.
    Η γραμματέας μου θα σας βγάλει έξω.
    I’ll see myself out.
    Θα βγω μόνος μου.