see out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | see out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sees out |
αόριστος | saw out |
παθητική μετοχή | seen out |
ενεργητική μετοχή | seeing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsee out (en)
- βγάζω (έξω), πηγαίνω με έναν επισκέπτη στην πόρτα όταν φεύγει
- ↪ My secretary will see you out.
- Η γραμματέας μου θα σας βγάλει έξω.
- ↪ I’ll see myself out.
- Θα βγω μόνος μου.
- ↪ My secretary will see you out.
Πηγές
επεξεργασία- see out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω