Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
sabbat
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
sabbat
sabbats
Ουσιαστικό
επεξεργασία
sabbat
(fr)
αρσενικό
(
θρησκεία
) το
ιουδαϊκό
Σάββατο
≈
συνώνυμα
:
shabbat
,
chabbat
ζωηρός, ακατάσχετος
χορός
·
φασαρία
≈
συνώνυμα
:
chahut
,
tapage