ενικός         πληθυντικός  
sabbat sabbats

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sabbat (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) το ιουδαϊκό Σάββατο
     συνώνυμα: shabbat, chabbat
  2. ζωηρός, ακατάσχετος χορός· φασαρία
     συνώνυμα: chahut, tapage